Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Ατόφιο...

είμαι το όλον,
το ατόφιο,
το ασυμπλήρωτο
του ανεκπλήρωτου ο κακός καθρέφτης
Εκείνο που δε χωρά πουθενά-
που περισσεύει.
Αδειάζω και γεμίζω ασταμάτητα
σε εκατό εκπνεόμενες κοφτές αλήθειες.
Ο ήχος σου γίνεται βροντή
με αφοπλίζει.
Το χρώμα είναι δυνατό, το ακούω σε κόκκινα αγγεία...
πάλλεσαι μέσα τους κι εσύ.
Υπάρχεις ...
Ατόφιος και εσύ.
Γίνεσαι όλον
γίνεσαι του ασυμπλήρωτου το χαμένο κομμάτι,
αυτό που θρύψαλα γίνεται μετά απο κάθε κλέψιμο στιγμής.
Ατόφιο σώμα,
Ανυπότακτο
του ανύπαρκτου δήμιος είσαι.
Γι' αυτό κι εγώ σ' ένα μικρό κομμάτι, το όλον μου συρρίκνωσα,
να κουβαλάμε ο ένας τον άλλον.
 Σ' ένα κόκκο άμμου να χωράμε
σ' ένα ξημέρωμα να περισσεύουμε,
σε όλα τα γεμάτα άδειο σκοτάδι.

αλληλογραφία...



αγαπημένη άγνοιά μου,
ελπίζω να είσαι καλά και να περνάς ομορφότερα μακριά μου.
θέλησα να σου μιλήσω κάποιες φορές, μα δεν με άφησα.
θα σου λείψω άραγε; θα ανησυχείς πως είμαι όταν θα σκαρφαλώνω τα σωθικά μέσα μου, να κατακτήσω την κορυφή του εαυτού μου;
θα σε αναζητήσω όταν θα ματώνω τα γόνατα σκοντάφτοντας στην αλήθεια μου;
πως είσαι εσύ, τώρα που δεν συγκατοικούμε;
βρήκες άλλο πρόθυμο οικοδεσπότη να σε φιλοξενήσει;
αγαπημένη μου άγνοια, ξενιστής ήμουν και εσύ παράσιτο. δεν με λύγισες.
λίγο πριν τον θρίαμβο σου σε αποχωρίστηκα.
αγαπημένη μου άγνοια, εγώ και ο εαυτός μου, σε ευχαριστούμε για την θαλπωρή του πρέπει σου.
μην νιώθεις άσχημα, δεν θέλω να σε πληγώσω.απλά σε αυτή τη σχέση επέλεξα εμένα.
υποσχέθηκα να μου γνωρίσω το θέλω.
μαθαίνω οτι κάνει ψύχρα πολλές φορές εκεί και οτι συναναστρέφεται την αλήθεια.
όπως καταλαβαίνεις,ήταν απλά καιρός να αφήσω το παιδί μέσα μου να επιλέξει το πότε και το πως θα μεγαλώσει.
σου επιστρέφω με αυτό το γράμμα κάποια αντικείμενα δικά σου.ένα ζευγάρι καινούριες τύψεις, αχρησιμοποίητες βλέπεις,
κάτι παλιές που βρήκα στην ντουλάπα και κάτι φοβίες.
α, και μην ξεχάσω να σε ενημερώσω πως, πριν φύγεις, πήρα από τις τσέπες σου κάτι που παραλίγο να μου έκλεβες.την ελπίδα, και τα όνειρά μου.
πραγματικά, δεν περίμενες οτι θα το καταλάβω;,
ήταν και παραμένουν δικά μου.
σκοπεύω να τα χρησιμοποιώ συνέχειά από εδώ και μπρος.
ως αναμνηστικό σου στέλνω μια σκέψη του παλιού μου εαυτού.εσύ την χρειάζεσαι πιο πολύ απο εμένα.
καλή τύχη.

OMERTA


Η σκέψη σου ξύνει επίμονα, το μυαλό μου
Μερικά εκατοστά μόνο δικά σου…
Σου ανήκουν,
Είναι σπίτι σου εκεί.
Ρίχνουμε κλεφτές ματιές, απ τα παράθυρα του προσώπου μας.
Δε μου φτάνει…
Δε μου φτάνεις!
 όσο κ αν λέω πως αρκείς.
Κάθε λεπτό ολοένα και πιο λίγο… μικραίνει το χρόνο κοντά σου.
Η πόρτα στο μυαλό που κατοικείς, ένα στόμα!
Φρουροί της ανυπομονησίας τα σφιγμένα δόντια.
Πόσα θέλω να πω…
Να σου πω…
Να πω για εσένα….
Να πω σε σένα και, εσύ να λες για εμάς!
Επισκέπτης ένα φιλί σου. Δευτερόλεπτα… ίσα για να ελέγξεις ότι ακόμα κατοικείς εντός μου.
Είδες ειρωνεία;
Όσο εγώ έμενα έξω από τον εαυτό μου, μετακόμισες εσύ μέσα μου.
Ιδιοκτήτης… όχι νοικάρης….
Τρύπωσες! εγκαταστάθηκες! ξάπλωσες αναπαυτικά όλη την ύπαρξή σου, την φανερή μόνο σε εμένα.
Πόσο σε καλοδέχτηκα!
Ξεδίψασες την προσμονή μου.
Τα χείλη μας… ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΛΗ-…είναι πόρτες σου είπα,
Πόρτες, που οι ψυχές μας ανταλλάζουν επισκέψεις από εκεί, αποστειρωμένες και κόσμιες,  να μην τρομάξουν οι ηδονοβλεψίες της κατάρρευσής μας!
Αγγιζόμαστε όπως κανείς άλλος.
Το βλέμμα σου χαϊδεύει τους ώμους, το θώρακα, τους μηρούς μου…και εγώ, σε κάθε μου ανάσα, αγγίζω το στέρνο σου.
Θέλω ένα λεπτό, δικό μας! Κατάδικος μας να’ναι.
Δικασμένο ερήμην του, στα χνώτα μας, στις μυρωδιές μας.
Θα θελα να πω κ’ άλλο.
Θα θελα να πω, μυρίζεις θάρρος και φόβο σα να’ τανε συνώνυμα.
Θα θελα να πεις εντάξει! Όλα βαλμένα στη θέση τους σχολαστικά-τακτοποιημένα.
Οι αποσκευές έτοιμες για το ταξίδι μας.΄
-Πήρα μπόλικα «σ’ αγαπώ», λίγους φόβους έτσι να μας βρίσκονται. Όνειρα θα χρειαστούμε;
Απαντάς….
-Απ αυτά έχω πολλά, πάρε και εσύ μερικά όμως.
Η λίστα μικρή, μα με απαιτήσεις.
-Θα σου τηλεφωνήσω, μόλις μαζέψω κάτι εκκρεμότητες, που χω απλωμένες στο μπαλκόνι να στεγνώσουν. συννεφιάζει νομίζω. _θα σου πω_
Και κοιτάζοντας κλεφτά, απ τα παράθυρα, θα μου θυμίζεις πως, όλα είναι έτοιμα εκεί…..
Και μας περιμένουν.

Luna del plata… (ασημένιο φεγγάρι- εμπνευσμένο από το τραγούδι hijo de la luna)


Βάνω μαχαίρι στο χέρι και η παλάμη σφίγγει ασημένια λάμα.
Στάζει αιμάτινα δάκρυα
Χρωματίζει πορφυρό τον καμβά της λήθης.
Κοιτώ το απέραντο και το βαφτίζω χρόνο. Δικό σου και δικό μου. Ανάμεσα κενό.
Μια στιγμή πρίν ένας φόβος μετά ειν’ οι ώρες της κρίσης.
Γυρω λικνίζονται όλα νωχελικά, μυρίζουν καμένη ζάχαρη και χώμα.
Το πολύ και το λίγο συμπράττουν σε μυστικό γάμο κάτω απ’ το φεγγάρι.
Δίνουν απόγονους από κρύσταλλο και σκόνη.
Φυσώ τη σκόνη στο πρόσωπο σου κι η ανάσα γίνεται αγέρας ταξιδιάρης.
Παρασέρνει το νου, σε λιμάνια με βάρκες ψυχές κουφάρια κι άγκυρες ξέπλεκα μαλλιά.
Ρουφώ σε, απ’ το μεδούλι του κόσμου. Το κατακάθι μαζεύω να στο χαρίσω.
Σε κουτί βαλμένο έχω υλικό, μάλαμα κι αλάβαστρο.
Θα στο δώσω να σε φέρω πιο δω κι ας σκοντάφτω σ’ αόρατα νήματα.
Ματώνω τον κόρφο μου και κλαίω ποτάμια στο λογισμό σου.
Λιώνω σα μέλι χρυσαφένιο.
 ν’ απλωθώ μέσα σου ζητώ.
Να καταλάβω ολοκληρωτικά κάθε σπιθαμή της ύπαρξης σου.
Να δικαιώσω επιτέλους τα’ αδοκίμαστο.
Να σηκώσω το βήμα σου μια δρασκελιά πιο κοντά.
Θα σου πω κάτι καλέ μου-
Πολέμησα μάχες ακέφαλες
Χτύπησα την ασπίδα του δικαίου και τρόμαξαν το άδικο οι ιαχές, καλέ μου.
Λαβώθηκα και πόνεσα και μάτωσα , καλέ μου
Πότε έχασα πότε νίκησα μα ποτέ δεν μου έμαθα ποιους και το γιατί.
Είδα εικόνες συρραμμένες μ’ αισθήματα και τρόμαξα , καλέ μου.
Συμμάχησα με την απώλεια .
Μαχαιρώθηκα πισώπλατα φωνάζοντας-Αντέχω.
Θέλησα να χαιρετήσω τον ήλιο από κοντά, καλέ μου, μα κάηκα λίγο πριν το χέρι, σου απλώσω.
Είναι εκείνο το ίδιο χέρι καλέ μου, που κρατούσε μαχαίρι από ασήμι και κόκκινο.
Το χα για σένα καλέ μου,
Μα καλιά μου που το ‘σφιξα λίγο πριν σε λαβώσω,
Πριν λαβώσω εσένα καλέ μου,
Εσένα που σαν ήλιο σε γνώρισα.

Ερήμην…


Έχουμε τους ίδιους εραστές
Εγώ την δειλία
Εσύ τον φόβο
συνώνυμα του απόντος σθένους.
Του δίχως φύλλο δυνάστη.
Έχουμε ερωτευτεί  αλλεπάλληλα το ίδιο ξεφτισμένο τελείωμα ενός πολυφορεμένου ρούχου,
Ιδιοκτησία της αδράνειας.
Απειλώ τη στασιμότητα του εραστή σου φόβου .προτάσσω το στέρνο της ερωμένης δειλίας,
ρουα ματ
σε μια παραπαίουσα κατάσταση μη πραγμάτωσης  ονείρων.
Καταδικαζόμαστε λόγω αποδείξεων ενοχής και  ισχυρών προθέσεων,.
Ισόβια.
Η απόφαση ομόφωνα μας καταδικάζει σε αυτό που κοπιάσαμε να ξορκίσουμε.
Στυγνή αγάπη.

Καταβασις…


Μέτρησα χτες το βάθος της ανυπαρξίας.
Το βρήκα τρεις παλάμες και δυο πιθαμές συμπλήρωμα.
Έπλεξα κόμπο ναυτικό, άλυτο.
Ξεκινώ μια κατάβαση εντός μου, χωρίς σκοπό.
Κάθε βήμα επίφοβο να παρασύρει απολιθώματα αναμνήσεων
Που σφηνωμένα στέκουν στης ανθρώπινης σπηλιάς μου τα πετρώματα.
Έφτασα να πατώ με τα δάχτυλα γυμνά μια λάσπη βεβαιότητας.
Τίποτα δεν πάει ποτέ χαμένο τελικά.
Από χτες μέχρι σήμερα πέρασε μια αιωνιότητα και μισή ακόμα αναπόλησης.
Ξύπνησα από το στρίγκλισμα του σχοινιού, με τα μάτια κλειστά και η φωνή μου
Αντήχησε στο γουβωτό της σπηλιάς σα χασμουρητό ομηρικού κύκλωπα.
Ώστε έτσι είσαι λοιπόν ανυπαρξία;
Κλεισμένη σ’ ένα ρηχό σκοτάδι ;
Πόσο λυπάμαι!
Εγώ που νόμιζα πως οι παλάμες μου ήταν τεράστιες, ικανές να στεγάσουν τον κόσμο σου.

Μαθηματική συνάρτηση….


Έστω ότι αγαπώ,
Άρα αισθάνομαι, άρα αναπνέω.
Συντελεστής τα λάθη, επί τις συνέπειες, ίσον εμπειρίες .
Έστω ότι ο άγνωστος χ είσαι εσύ και το ψ το παντοτινο
Πες μου ποια πράξη θα  δώσει στο πηλίκο,  ευτύχία ;

Πωλείται…


Ομορφιά φίλη άσπονδη,
σα φανοστάτης προβάλεις στο σκοτάδι που αφήνουν οι μορφές.
Προσεχώς πολυκατάστημα νόθων ψυχών, θα γράψω στο στήθος.
Θα σε ανακαινίσω για να σε στολίσω στο ράφι της ματαιοδοξίας, στο πιο σκονισμένο.
Ανοίγοντας το βήμα θα σ’ αφήσω πίσω, με μια ταμπέλα ως δείγμα αναγνώρισης.
Ηχηρό σαν τις παύσεις στα διαστήματα, θα φωνάζει
Προσεχώς ελεύθεροι.

Άτιτλο…


Αλήθεια, ότι τα μάτια κοιτάζουν
Θύμησες, η μυρωδιά μιας αχνιστής ψυχής.
Αφή το μούδιασμα μιας χούφτας κλεισμένης στα δάχτυλα.
Γεύση, οι σταγόνες σε φιλημένα χείλη.
Άκου τον ήχο ανάμεσα στις σιωπές,
Κάπου εκεί κατοικεί μια στάλα Θεός.

Απορία….



Κατανοώ τις σταγόνες που κρέμονται άχαρα στα δάχτυλα, προέκταση ενός άθλιου εαυτού και πολλών θέλω.
Κατανοώ τις νευρωτικές ονειρώξεις των παρθένων νιάτων.
Κατανοώ το ανώφελο γύρισμα του σπασμένου ανεμόμυλου.
Κατανοώ την ύπαρξη της σκόνης στο παράθυρο μιας ανάμνησης.
Κατανοώ το μέταλλο που βαρύ σκεπάζει τον κόσμο.
Ένα όμως αρνούμαι να καταλάβω,
Πότε σταμάτησαν να κελαηδούν οι φόβοι;

AND THE RAIN KEPT FALLING....

βρέχει...είναι ώρα Κρόνου και μέρα Σελήνης.
συνεχιζει να βρέχει και είναι απλώς Δευτέρα.
σκέφτομαι οτι ηρθες. τόσο γρήγορα.ο χρόνος σε ενα 24ωρο, πάγωσε σε στιγμές που έγιναν εικόνες.σαν άλμπουμ γεμάτο φωτογραφίες.πιαστηκα απο αυτά και ανεβαίνω.άλλαξε ο χωροχρόνος μου.νόμισα οτι βούλιαζα και μου τελείωνε το οξυγόνο, μέχρι την αγκαλιά έξω απο το καράβι.κρεμάστηκα όσο εσύ έψαχνες το υπόλοιπο μου.δεν σου είπα οτι έλιωσε μαζί με όσα με καίνε τελευταία.και μετά εσύ.και λίγη βροχή ακόμα πάνω στο πρόσωπο....
και το υγρό βάλτωμα μου, έγινε χώμα σταθερό...ίσως βραχος...και οι στιγμές μαζί σου γίναν τα καρφιά που ανεβαίνω...ορειβατώ στον εαυτό μου....και ανεβαίνω...και ακόμα βρεχει ξέρεις...
πάνω στο πρόσωπο μου...
έλα γρήγορα πάλι, σε θέλω δίπλα μου όταν σκαρφαλώσω τον εαυτό μου.θελω να εισαι εκεί οταν σηκωθώ ξανα...

βρέχει μέσα έξω...


διάβαζα νωρίτερα τι έλεγα λίγους μήνες πριν.
οταν λέω πριν, εννοώ πριν την συντριβή.
σιχαμένα συναισθήματα....εγώ η ανέγγιχτη απο ευαισθησίες και απαλλαγμένη απο πάθη-λάθη και τα συναφή.
και τώρα εδώ.τίποτα δεν με σώζει, όχι απο κανέναν άλλο παρα απο τον αιμοσταγή εαυτό μου.τον ανεγκέφαλο τυχοδιώκτη, που απολαμβάνει να γκρεμίζει όσα οι άλλοι του χτίζουν.
κανονικά δεν πρέπει να καπνίζω λένε.αχου και δε με νοιάζει.....
τον τελευταίο καιρό εκτός απο υπεραναλυτική, έχω γίνει και απολύτως άπληστη.βιώνω τα πάντα σε ακραίες βαθμίδες.πόνος είναι?να φτάνει μεχρι το κόκκαλο, οργή είναι, να τσακίζει βράχους, καλοσύνη είναι, να αγγίζει τα όρια της βλακείας με αντάλλαγμα οίκτο.
οίκτος..τι απάνθρωπο συναίσθημα.προτιμώ τον θυμό τελικά.τουλάχιστον εχει μια ροπή, μια δυναμική, ένα κάτι να σε πάει παρακάτω, ακόμα και αν αυτό το παρακάτω, είναι γκρεμός.
είναι και αυτό το άλλο που συμβάινει...δεν γεμίζω με τίποτα.ξαφνικά σα να έγινα τρύπιο σκέυος.βρέχει και οι σταγόνες αντί να λιμνάζουν στις αυλακιές των ρούχων της συνείδησης μου, με διαπερνούν σαν ξυράφι.δεν περίμενα να κόβει τόσο ύπουλα το νερό.σχεδόν είναι σα να ειμαι απο άμμο.σα να περιμένω να γίνω κομμάτι λάσπης, και απο εκεί να ξεραθώ, μέχρι να ξαναπατηθω απο καινούρια βήματα.
αυτό που περίμενα ήρθε.έκατσε, του έστρωσα το καλύτερο τραπεζομάντηλο του χρόνου μου, της διάθεσης μου.μοιράστηκα τους πιο ώριμους καρπούς των λέξεων και μετά...χωνεύτηκα και αποβλήθηκα σαν χαλασμένο φαγητό.
ωραία εξέλιξη εε?
αυτη τη στιγμή, κανείς και τίποτα δεν μπορεί να με σωσει, απο εμένα.
κρίμα την εκπαιδευση για επίθεση που έκανα τόσο καιρό....ξέχασα οτι οι άμυνες σε τετοιες περιπτωσεις είναι τελικά ο μόνος δρόμος.
καληνύχτα...

μπρος και πισω....


"κάποιες φορές θές απλώς οι στιγμές να σβηστούν, σαν λάθος γράμμα που πληκτρολόγησες κατα λάθος. εκεί η διόρθωση ή αλλιώς η κάθαρση έρχεται μέσα απο ένα κουμπί που ξαπλωμένη πάνω του είναι η λέξη "delete".".....
εγώ το έχω γράψει....το ίδιο ακριβώς ισχύει ακόμα.στο ενδιάμεσο έχουν μεσολαβήσει άτομα, καταστάσεις, μαθήματα-διδάγματα...κτλπ κτλπ κτλπ ......
δεν θέλω καινούριους ανθρώπους, θέλω καινούριες μυρωδιές, ελεγχόμενη θλίψη.
δεν θέλω για ακόμη μια φορά τίποτα και κανέναν. το λίγο φαίνεται πολύ!και το πολύ αρρωστημένο...καλως να ορίσει λοιπόν η μετριότητα...ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΌΛΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΠΟΥ.....τέτοιες και μόνο τέτοιες μετριότητες επιβιώνουν σήμερα....όλα στο περίπου!

ζηλεύω…

Ζηλεύω τον ιδρώτα σου
Έτσι όπως ξεκινά να κουρσέψει το κορμί σου.
Ζηλεύω αυτή τη διάφανη σταγόνα που ακουμπά τα χείλη σου.
Παρατηρώ και εχθρεύομαι τον ρυθμό της, όταν με χάρη πηδά απ του σαγονιού το γκρεμό, στον κόρφο σου. συνεχίζει το ταξίδι της σε μιαν ανατριχίλα στο στήθος σου και ζηλέυω-πως ζηλεύω!
Ζηλεύω τον ιδρώτα σου
Που τον γεννάς στο μέτωπο και τον πνίγεις  στο όλον σου. Σ’ αυτή τη μικρή λακκούβα του λαιμού σου.
Ένας αντίζηλος εύθραυστος και εγώ φοβάμαι
Αχ, πως φοβάμαι μη τον διώξω.
Αυτόν που δικαίως σε κερδίζει-
Είναι δικός σου, πιότερο και απ’ εμένα.

Οδοιπορικό…

Ένα χέρι κι ένα πόδι
Είν μια πράξη κι ένα βήμα.
Ένα δάκρυ κι ένα γέλιο
Είναι τ’ αφρισμένο κύμα.
Μιαν ανάσα, μιαν εικόνα
Είναι μαγικό ταξίδι
Μα δε μου μεινε άλλο ακόμα,
Παρά λέξεις σαν κοπίδι.
Μια ηλιαχτίδα κι ένα φύλλο
Ειν’ ζωή και πεπρωμένο
Και εδώ στέκομαι ακόμα  με το χέρι απλωμένο.

Διαθήκη…

Άνθρωπος ων και νου κατέχων, εγκαταλείπω τις υπάρχουσες αυγές σε κοφτερές ελπίδες.
Φουσκώνω υπεύθυνα τα πανιά της νιότης, διψώντας για ομηρικές μάχες.
Συγκεντρώνω το παθητικό σώμα σε ενέργεια. Τραβώ τα μαλλιά του κόσμου να μακρύνει η ζωή του.
Κυλώ,
ποτάμι γίνομαι ανάμεσα σε βρύα που σκεπάζουν τ’ακατόρθωτα, για να σε βγάλω στο φως ν’ ανασάνεις εαυτέ μου.
Έτσι δα, κόβω τον σαρκασμό της μοίρας, κάθε που ψιθυρίζει με χνώτο παγωμένο, πως όλα κάποτε τελεύουν.
Θα γεννιέμαι κάθε μέρα με προορισμό, του ήλιου μιαν καινούρια αχτίνα.
Θα βγάζω τη γλώσσα στη βροχή, τη συννεφιά να χλευάζω, σα θα με σπρώχνει, μαινάδα λυσσασμένη, στο τέλος.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ…

Κυκλοφορεί  επικίνδυνη η απελπισία μου.
Παρακαλείται οποιος την βρει, να μη της δείξει το δρόμο της επιστροφής.
Νηστικό μελάνι,
πόσες λέξεις πεινάς ;
πόσο να σε χορτάσω ακόμα για να ρευτείς αγάπη;
Οι εραστές της ψυχής μου,
πεθαίνουν πάντα την ίδια ώρα
Την ίδια μέρα
Την ίδια στιγμή,
Συνεννοημένοι να το σκάσουν απ’ εντός μου, σα κλέφτες, μόλις ανοίξω το στόμα μου-
Ασφυκτιούν μαζί μου.

Ποιητής…

Μέσα μου κρύβω έναν ποιητή
Μελαγχολικό στοχαστή του απόψε τα μεσάνυχτα.
Χτυπά με την ιδιόμορφη πένα του το μυαλό μου από μέσα και απότομα με ξυπνά.
Προστάζει να του μιλήσω μα δεν θέλω.
Τον αφήνω σε ένα παραμιλητό να μουρμουρά τις όψεις του έρωτα.
Έχει βαλθεί να γνωριστούμε μα έρχεται ακάλεστος και εγώ δεν έχω τίποτα να του προσφέρω, παρα χαρακιές από μελάνι σε άσπρα αισθήματα.

σκορπολογίες....



Νήστεψα την παρουσία σου μέρες, μήνες, χρόνια.
Τράφηκα απ’ την προδοσία σου ώρες, λεπτά , εποχές.
Ο χρόνος αμείλικτος,  μετρά το πέρασμα του ,
 τρυπώντας επιλεκτικά τα σημεία της μνήμης -σαν το σαράκι το παλιό έπιπλο-
Η πραγματικότητα των αισθημάτων, ανυπαρκτη.
Καμιά έρωτος απάντηση, δεν  καλύπτει την απόσταση των λέξεων.
Σε εντοπίζω, κάπου χαμένο, με ξαπλωμένη δίπλα σου τη σιγουριά.
Ντυμένη ελαφρά, ,
προσμένω να φαγωθούν και αυτά τα λίγα ρούχα ,
 που καλύπτουν  της ψυχής τη γύμνια.
Φανατικός ακολουθητής σου, πιστός σταυρωτής σου.
Πόσα καρφιά να σου αγοράσω ;
 σε τι τιμή- με ποιο κόστος και ποια η αξία;
Και όταν εσύ τα κρατήσεις, σε πόσα σημεία να τα μπήξω να σε πονέσει;
Εσενα
Εσύ, Μεσσίας ή Ιούδας ;
-Βαραββάς-
Εγω, Επικριτής ή Σωτήρας;
-απλώς παράπλευρη απώλεια-
Η σχετικότητα των πράξης, σου χτυπά το τζάμι  γιατί κρυώνει έξω στην καταιγίδα των όσων έχουμε νιώσει.

ανοίξαμε...

A black cat in a superstitious world-new era

Διανυκτερεύει απόψε η μεγαλοψυχία μου
Το βλέμμα παρήγορο
 το άγγιγμα υποσχόμενο
η ανάγκη εξαθλιωμένη ταπεινώνεται μπρος στα πόδια του δικού σου λαμβάνειν.
Απέναντι σφράγισαν ένα ακόμη παράθυρο.
 Ένας περίεργος του φαίνεσθαι λιγότερος.
Αφημένες στην άκρη, σπαρταράνε οι φράσεις που άθελα, ξεγλίστρησαν ημιτελής.
Υποταγμένες να θυσιαστούν άσκοπα
 στο καλώς φέρεσθαι.