Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

εμφανιση new era

Τελευταίως αντελήφθην πως εχει πέραση το να φοράς Speedo σε εξωτική παραλια και να βγαζεις τσιριχτά επιφωνήματα ουυυ αααα ιτς αμέιζινγκ ή το να μουρμουρας αμίμητα ακαταλαβίστικα ριμάκια που ολοκληρώνονται με τη λέξη μαμααααα οχι δεν ειναι μαμαααα.κ το πε ο φίλτατος μεν συγχωρεμένος δε Βασίλης Αυλωνίτης περιεκτικά στη φράση «ωρε που παμε ρε πού παμε;!;!» Απαντηση αόριστη αν κ αναμενόμενη η φράση «στο διάολο» χωρις ίχνος θρησκοπληξιας παρα φιλοσοφικής προέκτασης.μεσα σε αυτο το κλίμα και αναμεσα σε εκλογές,καύσωνες,νεροποντές, σεισμούς , κουνούπια τίγρεις και λοιπά δεινά η ελαφρότητα του «ειναι» καλα κρατεί. Δεν προλαβαινω να βιώσω επικριτική εξεμεση, οι καταστάσεις με ξεπερνούν και η αποχαύνωση βολευει. Καλο καλοκαιράκι -οχι μίζερο αλλα ουτε και ολοκληρο- πιότερο φιλοσοφικά βιασμένο θα λεγα.ανοιξαμε κυρίες και κύριοι και εις αυριον τα σπουδαία...

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Ατόφιο...

είμαι το όλον,
το ατόφιο,
το ασυμπλήρωτο
του ανεκπλήρωτου ο κακός καθρέφτης
Εκείνο που δε χωρά πουθενά-
που περισσεύει.
Αδειάζω και γεμίζω ασταμάτητα
σε εκατό εκπνεόμενες κοφτές αλήθειες.
Ο ήχος σου γίνεται βροντή
με αφοπλίζει.
Το χρώμα είναι δυνατό, το ακούω σε κόκκινα αγγεία...
πάλλεσαι μέσα τους κι εσύ.
Υπάρχεις ...
Ατόφιος και εσύ.
Γίνεσαι όλον
γίνεσαι του ασυμπλήρωτου το χαμένο κομμάτι,
αυτό που θρύψαλα γίνεται μετά απο κάθε κλέψιμο στιγμής.
Ατόφιο σώμα,
Ανυπότακτο
του ανύπαρκτου δήμιος είσαι.
Γι' αυτό κι εγώ σ' ένα μικρό κομμάτι, το όλον μου συρρίκνωσα,
να κουβαλάμε ο ένας τον άλλον.
 Σ' ένα κόκκο άμμου να χωράμε
σ' ένα ξημέρωμα να περισσεύουμε,
σε όλα τα γεμάτα άδειο σκοτάδι.

αλληλογραφία...



αγαπημένη άγνοιά μου,
ελπίζω να είσαι καλά και να περνάς ομορφότερα μακριά μου.
θέλησα να σου μιλήσω κάποιες φορές, μα δεν με άφησα.
θα σου λείψω άραγε; θα ανησυχείς πως είμαι όταν θα σκαρφαλώνω τα σωθικά μέσα μου, να κατακτήσω την κορυφή του εαυτού μου;
θα σε αναζητήσω όταν θα ματώνω τα γόνατα σκοντάφτοντας στην αλήθεια μου;
πως είσαι εσύ, τώρα που δεν συγκατοικούμε;
βρήκες άλλο πρόθυμο οικοδεσπότη να σε φιλοξενήσει;
αγαπημένη μου άγνοια, ξενιστής ήμουν και εσύ παράσιτο. δεν με λύγισες.
λίγο πριν τον θρίαμβο σου σε αποχωρίστηκα.
αγαπημένη μου άγνοια, εγώ και ο εαυτός μου, σε ευχαριστούμε για την θαλπωρή του πρέπει σου.
μην νιώθεις άσχημα, δεν θέλω να σε πληγώσω.απλά σε αυτή τη σχέση επέλεξα εμένα.
υποσχέθηκα να μου γνωρίσω το θέλω.
μαθαίνω οτι κάνει ψύχρα πολλές φορές εκεί και οτι συναναστρέφεται την αλήθεια.
όπως καταλαβαίνεις,ήταν απλά καιρός να αφήσω το παιδί μέσα μου να επιλέξει το πότε και το πως θα μεγαλώσει.
σου επιστρέφω με αυτό το γράμμα κάποια αντικείμενα δικά σου.ένα ζευγάρι καινούριες τύψεις, αχρησιμοποίητες βλέπεις,
κάτι παλιές που βρήκα στην ντουλάπα και κάτι φοβίες.
α, και μην ξεχάσω να σε ενημερώσω πως, πριν φύγεις, πήρα από τις τσέπες σου κάτι που παραλίγο να μου έκλεβες.την ελπίδα, και τα όνειρά μου.
πραγματικά, δεν περίμενες οτι θα το καταλάβω;,
ήταν και παραμένουν δικά μου.
σκοπεύω να τα χρησιμοποιώ συνέχειά από εδώ και μπρος.
ως αναμνηστικό σου στέλνω μια σκέψη του παλιού μου εαυτού.εσύ την χρειάζεσαι πιο πολύ απο εμένα.
καλή τύχη.

OMERTA


Η σκέψη σου ξύνει επίμονα, το μυαλό μου
Μερικά εκατοστά μόνο δικά σου…
Σου ανήκουν,
Είναι σπίτι σου εκεί.
Ρίχνουμε κλεφτές ματιές, απ τα παράθυρα του προσώπου μας.
Δε μου φτάνει…
Δε μου φτάνεις!
 όσο κ αν λέω πως αρκείς.
Κάθε λεπτό ολοένα και πιο λίγο… μικραίνει το χρόνο κοντά σου.
Η πόρτα στο μυαλό που κατοικείς, ένα στόμα!
Φρουροί της ανυπομονησίας τα σφιγμένα δόντια.
Πόσα θέλω να πω…
Να σου πω…
Να πω για εσένα….
Να πω σε σένα και, εσύ να λες για εμάς!
Επισκέπτης ένα φιλί σου. Δευτερόλεπτα… ίσα για να ελέγξεις ότι ακόμα κατοικείς εντός μου.
Είδες ειρωνεία;
Όσο εγώ έμενα έξω από τον εαυτό μου, μετακόμισες εσύ μέσα μου.
Ιδιοκτήτης… όχι νοικάρης….
Τρύπωσες! εγκαταστάθηκες! ξάπλωσες αναπαυτικά όλη την ύπαρξή σου, την φανερή μόνο σε εμένα.
Πόσο σε καλοδέχτηκα!
Ξεδίψασες την προσμονή μου.
Τα χείλη μας… ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΛΗ-…είναι πόρτες σου είπα,
Πόρτες, που οι ψυχές μας ανταλλάζουν επισκέψεις από εκεί, αποστειρωμένες και κόσμιες,  να μην τρομάξουν οι ηδονοβλεψίες της κατάρρευσής μας!
Αγγιζόμαστε όπως κανείς άλλος.
Το βλέμμα σου χαϊδεύει τους ώμους, το θώρακα, τους μηρούς μου…και εγώ, σε κάθε μου ανάσα, αγγίζω το στέρνο σου.
Θέλω ένα λεπτό, δικό μας! Κατάδικος μας να’ναι.
Δικασμένο ερήμην του, στα χνώτα μας, στις μυρωδιές μας.
Θα θελα να πω κ’ άλλο.
Θα θελα να πω, μυρίζεις θάρρος και φόβο σα να’ τανε συνώνυμα.
Θα θελα να πεις εντάξει! Όλα βαλμένα στη θέση τους σχολαστικά-τακτοποιημένα.
Οι αποσκευές έτοιμες για το ταξίδι μας.΄
-Πήρα μπόλικα «σ’ αγαπώ», λίγους φόβους έτσι να μας βρίσκονται. Όνειρα θα χρειαστούμε;
Απαντάς….
-Απ αυτά έχω πολλά, πάρε και εσύ μερικά όμως.
Η λίστα μικρή, μα με απαιτήσεις.
-Θα σου τηλεφωνήσω, μόλις μαζέψω κάτι εκκρεμότητες, που χω απλωμένες στο μπαλκόνι να στεγνώσουν. συννεφιάζει νομίζω. _θα σου πω_
Και κοιτάζοντας κλεφτά, απ τα παράθυρα, θα μου θυμίζεις πως, όλα είναι έτοιμα εκεί…..
Και μας περιμένουν.

Luna del plata… (ασημένιο φεγγάρι- εμπνευσμένο από το τραγούδι hijo de la luna)


Βάνω μαχαίρι στο χέρι και η παλάμη σφίγγει ασημένια λάμα.
Στάζει αιμάτινα δάκρυα
Χρωματίζει πορφυρό τον καμβά της λήθης.
Κοιτώ το απέραντο και το βαφτίζω χρόνο. Δικό σου και δικό μου. Ανάμεσα κενό.
Μια στιγμή πρίν ένας φόβος μετά ειν’ οι ώρες της κρίσης.
Γυρω λικνίζονται όλα νωχελικά, μυρίζουν καμένη ζάχαρη και χώμα.
Το πολύ και το λίγο συμπράττουν σε μυστικό γάμο κάτω απ’ το φεγγάρι.
Δίνουν απόγονους από κρύσταλλο και σκόνη.
Φυσώ τη σκόνη στο πρόσωπο σου κι η ανάσα γίνεται αγέρας ταξιδιάρης.
Παρασέρνει το νου, σε λιμάνια με βάρκες ψυχές κουφάρια κι άγκυρες ξέπλεκα μαλλιά.
Ρουφώ σε, απ’ το μεδούλι του κόσμου. Το κατακάθι μαζεύω να στο χαρίσω.
Σε κουτί βαλμένο έχω υλικό, μάλαμα κι αλάβαστρο.
Θα στο δώσω να σε φέρω πιο δω κι ας σκοντάφτω σ’ αόρατα νήματα.
Ματώνω τον κόρφο μου και κλαίω ποτάμια στο λογισμό σου.
Λιώνω σα μέλι χρυσαφένιο.
 ν’ απλωθώ μέσα σου ζητώ.
Να καταλάβω ολοκληρωτικά κάθε σπιθαμή της ύπαρξης σου.
Να δικαιώσω επιτέλους τα’ αδοκίμαστο.
Να σηκώσω το βήμα σου μια δρασκελιά πιο κοντά.
Θα σου πω κάτι καλέ μου-
Πολέμησα μάχες ακέφαλες
Χτύπησα την ασπίδα του δικαίου και τρόμαξαν το άδικο οι ιαχές, καλέ μου.
Λαβώθηκα και πόνεσα και μάτωσα , καλέ μου
Πότε έχασα πότε νίκησα μα ποτέ δεν μου έμαθα ποιους και το γιατί.
Είδα εικόνες συρραμμένες μ’ αισθήματα και τρόμαξα , καλέ μου.
Συμμάχησα με την απώλεια .
Μαχαιρώθηκα πισώπλατα φωνάζοντας-Αντέχω.
Θέλησα να χαιρετήσω τον ήλιο από κοντά, καλέ μου, μα κάηκα λίγο πριν το χέρι, σου απλώσω.
Είναι εκείνο το ίδιο χέρι καλέ μου, που κρατούσε μαχαίρι από ασήμι και κόκκινο.
Το χα για σένα καλέ μου,
Μα καλιά μου που το ‘σφιξα λίγο πριν σε λαβώσω,
Πριν λαβώσω εσένα καλέ μου,
Εσένα που σαν ήλιο σε γνώρισα.

Ερήμην…


Έχουμε τους ίδιους εραστές
Εγώ την δειλία
Εσύ τον φόβο
συνώνυμα του απόντος σθένους.
Του δίχως φύλλο δυνάστη.
Έχουμε ερωτευτεί  αλλεπάλληλα το ίδιο ξεφτισμένο τελείωμα ενός πολυφορεμένου ρούχου,
Ιδιοκτησία της αδράνειας.
Απειλώ τη στασιμότητα του εραστή σου φόβου .προτάσσω το στέρνο της ερωμένης δειλίας,
ρουα ματ
σε μια παραπαίουσα κατάσταση μη πραγμάτωσης  ονείρων.
Καταδικαζόμαστε λόγω αποδείξεων ενοχής και  ισχυρών προθέσεων,.
Ισόβια.
Η απόφαση ομόφωνα μας καταδικάζει σε αυτό που κοπιάσαμε να ξορκίσουμε.
Στυγνή αγάπη.

Καταβασις…


Μέτρησα χτες το βάθος της ανυπαρξίας.
Το βρήκα τρεις παλάμες και δυο πιθαμές συμπλήρωμα.
Έπλεξα κόμπο ναυτικό, άλυτο.
Ξεκινώ μια κατάβαση εντός μου, χωρίς σκοπό.
Κάθε βήμα επίφοβο να παρασύρει απολιθώματα αναμνήσεων
Που σφηνωμένα στέκουν στης ανθρώπινης σπηλιάς μου τα πετρώματα.
Έφτασα να πατώ με τα δάχτυλα γυμνά μια λάσπη βεβαιότητας.
Τίποτα δεν πάει ποτέ χαμένο τελικά.
Από χτες μέχρι σήμερα πέρασε μια αιωνιότητα και μισή ακόμα αναπόλησης.
Ξύπνησα από το στρίγκλισμα του σχοινιού, με τα μάτια κλειστά και η φωνή μου
Αντήχησε στο γουβωτό της σπηλιάς σα χασμουρητό ομηρικού κύκλωπα.
Ώστε έτσι είσαι λοιπόν ανυπαρξία;
Κλεισμένη σ’ ένα ρηχό σκοτάδι ;
Πόσο λυπάμαι!
Εγώ που νόμιζα πως οι παλάμες μου ήταν τεράστιες, ικανές να στεγάσουν τον κόσμο σου.

Μαθηματική συνάρτηση….


Έστω ότι αγαπώ,
Άρα αισθάνομαι, άρα αναπνέω.
Συντελεστής τα λάθη, επί τις συνέπειες, ίσον εμπειρίες .
Έστω ότι ο άγνωστος χ είσαι εσύ και το ψ το παντοτινο
Πες μου ποια πράξη θα  δώσει στο πηλίκο,  ευτύχία ;

Πωλείται…


Ομορφιά φίλη άσπονδη,
σα φανοστάτης προβάλεις στο σκοτάδι που αφήνουν οι μορφές.
Προσεχώς πολυκατάστημα νόθων ψυχών, θα γράψω στο στήθος.
Θα σε ανακαινίσω για να σε στολίσω στο ράφι της ματαιοδοξίας, στο πιο σκονισμένο.
Ανοίγοντας το βήμα θα σ’ αφήσω πίσω, με μια ταμπέλα ως δείγμα αναγνώρισης.
Ηχηρό σαν τις παύσεις στα διαστήματα, θα φωνάζει
Προσεχώς ελεύθεροι.

Άτιτλο…


Αλήθεια, ότι τα μάτια κοιτάζουν
Θύμησες, η μυρωδιά μιας αχνιστής ψυχής.
Αφή το μούδιασμα μιας χούφτας κλεισμένης στα δάχτυλα.
Γεύση, οι σταγόνες σε φιλημένα χείλη.
Άκου τον ήχο ανάμεσα στις σιωπές,
Κάπου εκεί κατοικεί μια στάλα Θεός.